αγνωμονευω

αγνωμονευω
    ἀγνωμονεύω
    Plut. = ἀγνωμονέω См. αγνωμονεω

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αγνωμονευω" в других словарях:

  • αγνωμονεύω — ἀγνωμονεύω (Α) βλ. αγνώμονα). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγνώμων + κατάλ. εύω] …   Dictionary of Greek

  • αγνώμων — ἀγνώμων, ον (Α) νεοελλ. αυτός που δεν αναγνωρίζει την ευεργεσία που τού έγινε, ο αχάριστος αρχ. 1. αυτός που δεν έχει κρίση ή λογική, ανόητος, αλόγιστος, απερίσκεπτος, επιπόλαιος 2. ισχυρογνώμων 3. αναίσθητος, σκληρόκαρδος 4. αυτός που λησμονεί ή …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»